μολποί

μολποί
μολποί, οἱ, guild of musicians at Miletus, SIG57 (v B.C.), 272 (iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μολπικοί — μολπικοί, οἱ (Α) [μολπός] οι μολποί, δηλαδή αυτοί που ανήκαν σε συντεχνία μουσικών, υμνωδοί, αοιδοί …   Dictionary of Greek

  • μολπός — μολπός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ μολποί συντεχνία, θίασος μουσικών στη Μίλητο, σωματείο αοιδών ή μουσουργών 2. (κατά τον Ησύχ.) «ᾠδός, ὑμνῳδός, ποιητής». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ , που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα molp τού ΙΕ τύπου *mel p (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μολπῶν — μολπάζω sing of fut part act masc voc sg μολπάζω sing of fut part act neut nom/voc/acc sg μολπάζω sing of fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μολπή dance fem gen pl μολποί masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”